- ανοιδίσκω
- ἀνοιδίσκω (Α)1. κάνω κάτι να φουσκώσει2. (με παθ. σημ.) ανοιδώ*.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)-* + οιδίσκω «εξογκώνω, φουσκώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσανοιδίσκω — Α προσανοιδῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνοιδίσκω «κάνω κάτι να φουσκώσει, φουσκώνω»] … Dictionary of Greek